μαρινάρισμα

μαρινάρισμα
το маринование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μαρινάρισμα" в других словарях:

  • μαρινάρισμα — το [μαρινάρω] ειδικό μαγείρεμα κρέατος ή ψαριών μέσα σε σάλτσα από ντομάτα, ξίδι, αλεύρι και αλάτι, ώστε να διατηρηθούν περισσότερο και να γίνουν νοστιμότερα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»